Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

Αναζητήστε τον εκδότη που σας ταιριάζει




Το βιβλίο, ειδικά το πρώτο, ενός συγγραφέα, κατά πάσα πιθανότητα αποτελεί μία από τις πιο μεγάλες συναισθηματικές επενδύσεις της ζωής του. Κανονικά δεν θα πρέπει να το αντιμετωπίζει επιπόλαια. Ωστόσο έχω γνωρίσει συγγραφείς έντονα απογοητευμένους από την έως τώρα επαφή τους με τον εκδοτικό χώρο και, όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει από τη συνέχεια, όχι άδικα.  

Ας πούμε ότι ήρθε η ώρα να εκδώσετε το βιβλίο σας και ψάχνετε για εκδότη. Ας υποθέσουμε ακόμα, ότι δεν είστε από τις ελάχιστες «φίρμες» που βρίσκουν άνετα χρηματοδότηση, και αποφασίζετε να αναζητήσετε την πιο συμφέρουσα προσφορά κόστους σε συνάρτηση με όλο το υπόλοιπο πακέτο που μπορεί να προσφέρει ένας εκδοτικός οίκος (π.χ. επωνυμία, προβολή, τρόπους πληρωμής των ποσοστών σας από τις πωλήσεις, εγγύηση ότι αυτή η πληρωμή θα πραγματοποιηθεί τελικά, κ.ά.) Για όλα αυτά θα πρέπει να προηγηθεί πολύ προσεκτική αναζήτηση και έρευνα.

Το βιβλίο, ειδικά το πρώτο, ενός συγγραφέα, κατά πάσα πιθανότητα αποτελεί μία από τις πιο μεγάλες συναισθηματικές επενδύσεις της ζωής του. Κανονικά δεν θα πρέπει να το αντιμετωπίζει επιπόλαια. Ωστόσο έχω γνωρίσει συγγραφείς έντονα απογοητευμένους από την έως τώρα επαφή τους με τον εκδοτικό χώρο και, όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει από τη συνέχεια, όχι άδικα. Στον έναν ο εκδότης του δεν έχει αποδώσει τα ποσοστά που αναγράφονται στο συμφωνητικό που συνυπέγραψαν, σε άλλον έχουν τυπώσει βιβλίο που μοιάζει περισσότερο με ένα μάτσο κολλημένες μεταξύ τους, κακοτυπωμένες φωτοτυπίες και με εξώφυλλο που ξεβάφει, άλλος βρήκε μια πολύ χαμηλή τιμή αλλά ουσιαστικά ο εκδότης του ήταν απλά ένας τυπογράφος, δηλαδή δεν υποστήριζε το βιβλίο με διακίνηση ή με προωθητικές υπηρεσίες, ούτε με συμβουλές και καθοδήγηση για τις ενέργειες που χρειάζεται να ακολουθήσουν μια έκδοση. Όμως, μια από τις χειρότερες περιπτώσεις που έχω συναντήσει ήταν εκείνη ενός συγγραφέα που μου ανέθεσε να αναλάβω την έκδοση του δεύτερου βιβλίου του. Είχε εκδώσει το πρώτο σε κάποιον εκδότη, σε 1.000 αντίτυπα (πολύ υψηλό τιράζ, νομίζω, για συγγραφέα που εκδίδει πρώτη φορά και μάλιστα σε μια εποχή που η πτώση των πωλήσεων είναι δραματική), αλλά στο δεύτερο βιβλίο δεν διέθετε τόσα πολλά χρήματα, και προτίμησε να προσανατολιστεί σε μικρότερη ποσότητα αντιτύπων, κάτι που ο προηγούμενος εκδότης δεν αναλάμβανε. Σιγά σιγά, μέσα από τη συζήτηση, κατάλαβα τι είχε συμβεί με το πρώτο του βιβλίο και από τα συμφραζόμενα αποκαλύφθηκαν και αρκετές πτυχές της συμφωνίας του με τον προηγούμενο εκδότη.

Ο εν λόγω εκδότης συμβούλευε τους συγγραφείς να παραγγέλνουν τουλάχιστον χίλια αντίτυπα για το κάθε τους βιβλίο, επειδή ο ίδιος, όπως ισχυριζόταν, τα πρώτα οχτακόσια τα πωλούσε μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Τα υπόλοιπα 200 τα παραχωρούσε στον συγγραφέα για να τα διαθέσει όπου αυτός επιθυμούσε. Η συμφωνία ανέφερε πως ο συγγραφέας δικαιούνταν να λαμβάνει ποσοστά μετά από τα 800 αντίτυπα. Αυτό σήμαινε ότι ο ίδιος, αντικειμενικά, δεν μπορούσε να γνωρίζει την τύχη των πρώτων οχτακοσίων αντιτύπων. Έτσι ο εκδότης πληρωνόταν για την παραγωγή χιλίων αντιτύπων (και  υποτίθεται θα προσδοκούσε και όλα τα ποσοστά από τα κέρδη των πρώτων οχτακοσίων). Και φυσικά τι έκανε; Τύπωνε διακόσια πενήντα αντίτυπα, έδινε τα διακόσια στον συγγραφέα, και διέθετε στην αγορά μόνο τα  υπόλοιπα πενήντα. Στη συνέχεια, μετά από λίγο καιρό, τηλεφωνούσε στο συγγραφέα και του έλεγε ότι τα οχτακόσια αντίτυπα εξαντλήθηκαν (με ενθουσιώδεις εκφράσεις όπως «το βιβλίο σου έγινε ανάρπαστο» και «φεύγει σαν ζεστό ψωμί»!) και πως αν είχε έτοιμο κι άλλο βιβλίο, θα ήθελε πολύ να το εκδώσει ο ίδιος.

Υποθέτω ότι μετά από ένα τόσο χαρμόσυνο τηλεφώνημα λίγοι συγγραφείς αντιστέκονται στον πειρασμό να ξανατυπώσουν βιβλία τους στον ίδιο εκδότη, κι ας ξέρουν ότι δεν θα πάρουν ποσοστά από τις πωλήσεις των πρώτων οχτακοσίων αντιτύπων. Γνωρίζω πολύ καλά την ψυχολογία τους, μιας και είμαι συγγραφέας ο ίδιος, κι έχω περάσει τα τελευταία είκοσι χρόνια όλες τις ψυχολογικές διακυμάνσεις που μπορεί να βιώσει ένας συγγραφέας. Συνήθως οι συγγραφείς, και ειδικά οι πρωτοεμφανιζόμενοι, θεωρούν τόσο τιμητικό το να αγοράζουν οι αναγνώστες τα βιβλία τους, ώστε τα χρήματα που μπορεί να τους αποφέρουν αυτές οι πωλήσεις έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Οι περισσότεροι είναι τόσο συνεσταλμένοι που συχνά παραιτούνται από τη διεκδίκηση των ποσοστών τους, μετά από δυο τρεις διστακτικές τηλεφωνικές ενοχλήσεις στα λογιστήρια των εκδοτών τους. 

Ο συγγραφέας, λοιπόν, τον οποίο χαρακτήρισα παραπάνω ως «μία από τις χειρότερες περιπτώσεις», εννοώντας «θύματος εξαπάτησης», μου ανέθεσε να τυπώσω πολύ λιγότερα αντίτυπα για το δεύτερο βιβλίο του, από όσα είχε τυπώσει για το πρώτο του βιβλίο, λόγω οικονομικής δυσχέρειας. Εφόσον είχε πουλήσει πανεύκολα, με βάση τις πληροφορίες που του έδινε ο πρώτος εκδότης, οχτακόσια αντίτυπα η πρώτη του απόπειρα -τι στο καλό;- η δεύτερη δεν θα πουλούσε έστω τα μισά για αρχή; Και μετά θα βλέπαμε για την ανατύπωση. Οι ανατυπώσεις θα χρηματοδοτούνταν μάλλον από τα ποσοστά κέρδους της εκάστοτε προηγούμενης έκδοσης. Ωστόσο, αν και είχε γράψει ένα πολύ αξιόλογο, από λογοτεχνική άποψη, βιβλίο, το είδος του δεν προοριζόταν για το πλατύ κοινό, αντιθέτως μάλιστα. Απευθυνόταν σε πολύ απαιτητικούς μεν, αλλά λιγοστούς, αναγνώστες. Συνεπώς οι πωλήσεις που σημείωσε ήταν ασήμαντες, παρόλο που η διαφήμιση που του επιφυλάξαμε ήταν, αν όχι πολύ καλύτερη, τουλάχιστον η ίδια με όλων των άλλων τίτλων που εκδίδουμε. Το αποτέλεσμα; Πιστεύοντας ότι ο πρώτος εκδότης είχε σχεδόν «θησαυρίσει» (αυτή είναι δική του έκφραση) πουλώντας το πρώτο του βιβλίο (χωρίς όμως ο ίδιος να λάβει από αυτόν, βάσει της συμφωνίας που είχαν κάνει, ποσοστά) οδηγήθηκε επιπόλαια, παρόλο που κατά τα άλλα ήταν πολύ ευφυής άνθρωπος, στο συμπέρασμα ότι ο δεύτερος εκδότης είχε «θάψει» το βιβλίο του, επειδή δήθεν δεν ασχολήθηκε αρκετά μαζί του, επειδή δήθεν δεν το διαφήμισε όπως έπρεπε, επειδή ακολούθησαν άλλες εκδόσεις, άλλων συγγραφέων και αυτό δήθεν εγκαταλείφθηκε στη μοίρα του… επειδή… επειδή…  Με τίποτα δεν μπορούσε να υποψιαστεί ότι τα βιβλία του απευθύνονται σε ένα πάρα πολύ περιορισμένο κοινό και αυτός είναι ένας από τους κυριότερους λόγους που δεν πουλάνε. Ούτε καν μπορούσε να διανοηθεί ότι είναι αδύνατον να πουλήσουν όταν ο ίδιος ο συγγραφέας δεν κάνει καμία προσπάθεια να γνωστοποιήσει την ύπαρξή τους στο κοινό, ή έστω στους φίλους του, με παρουσιάσεις σε διάφορους χώρους, ή με διάφορα μέσα π.χ. κοινωνικής δικτύωσης. Ήταν πολύ δύσκολο να σχηματίσει μια εικόνα για το τι είχε πραγματικά συμβεί και για έναν ακόμα λόγο: αν παραδεχόταν τα παραπάνω, θα έπρεπε να αρχίσει να υποψιάζεται, και σιγά σιγά να παραδέχεται στον εαυτό του, ότι ούτε το πρώτο του βιβλίο είχε πουλήσει πάνω από πενήντα αντίτυπα. Και αυτό μάλλον θα ισοδυναμούσε με ισχυρότατο πλήγμα στην εναπομείνασα αυτοπεποίθησή του.

Το αποτέλεσμα; Για το τρίτο του βιβλίο, επέστρεψε στην αγκαλιά του προηγούμενου εκδότη, για να «πουλήσει» τα επόμενα οχτακόσια του αντίτυπα. Ή, ακόμα καλύτερα, για να λέει στον εαυτό του ή και στους φίλους του ότι πούλησε τουλάχιστον οχτακόσια αντίτυπα. Δεν είναι και μικρό πράγμα. Τον κατανοώ βαθύτατα. Δεν το σχολιάζω δεικτικά. Το έχει ανάγκη, δεν γίνεται να το απεμπολήσει αυτό εύκολα για χάρη μιας αλήθειας που «σκοτώνει».

Όλο αυτό ίσως σε κάποιους ακούγεται τραβηγμένο, αλλά είναι απλώς μια ακόμα ιστορία καθημερινής εξαπάτησης, όπως τόσες και τόσες άλλες στον τόπο μας. Το κακό όμως είναι ότι με τον καιρό διαπίστωσα ότι ο εν λόγω εκδότης δεν είναι ο μοναδικός που ακολουθεί αυτή την πρακτική. Την εφαρμόζουν ακόμα και «σοβαροί» εκδοτικοί οίκοι, με αξιόλογη πορεία και πολύ ποιοτικές παραγωγές. Οι εκδότες άλλωστε δεν διαφέρουμε από τους υπόλοιπους επαγγελματίες. Εξίσου μπορεί να υπάρχουν ανάμεσά μας απατεώνες ή έντιμοι. Έτσι είναι ο κόσμος.

Οι συγγραφείς, ωστόσο, που θέλουν το βιβλίο τους να είναι το αποτέλεσμα μιας σοβαρής και έντιμης συνεργασίας όλων των μερών που θα συμμετάσχουν στην παραγωγή του, καλό θα είναι να αναζητήσουν προσεκτικά τη λύση που τους ταιριάζει, αλλά και τον εκδότη που θα τους εμπνεύσει πραγματική εμπιστοσύνη. Κυρίως να ερευνήσουν προσεκτικά τις δυνατότητες που τους προσφέρονται, καθορίζοντας προηγουμένως τις ανάγκες τους, πριν αποφασίσουν με ποιον εκδοτικό οίκο θα συνεργαστούν. Ούτως ή άλλως, ακόμα κι αν δεν συνέβαιναν όλα τα παραπάνω, ένα είναι σίγουρο: δεν ταιριάζουν όλοι οι εκδότες με όλους τους συγγραφείς.